ταμίας

ταμίας
Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι οικονομικοί άρχοντες στους οποίους εμπιστεύονταν τη διαχείρηση των δημόσιων ή ιδιωτικών συμφερόντων. Παλαιότερα η διαχείριση των δημόσιων εσόδων γινόταν από τους αποδέκτες και αργότερα από τους κωλακρέτες. Αλλά από την εποχή του Κλεισθένη η δικαιοδοσία τους περιορίστηκε και ανατέθηκε η γενική διαχείριση των δημοσίων στον τ. Γενικά για τη διαχείριση των δημόσιων ή ιδιωτικών εσόδων υπήρχαν διάφοροι τ., από τους οποίους αναφέρονται: 1) Ο τ. του δήμου, ο οποίος ονομαζόταν και επιμελητής των κοινών. Δεν μπορούσε να διαχειρίζεται τα δημόσια χρήματα περισσότερο από 5 χρόνια. 2) Οι τ. των ιερών χρημάτων της Αθηνάς, 10 στον αριθμό, οι οποίοι κληρώνονταν από τους πεντακοσιομέδιμνους, δηλ. τους πλουσιότερους. Οι τ. αυτοί βρίσκονταν υπό την επίβλεψη των νομοθετών, διαχειρίζονταν τα έσοδα των ιερών κτισμάτων των τεμενών, των αφιερωμάτων κλπ. Εισέπρατταν το 1/10 από τις δημεύσεις και είχαν το δικαίωμα να ακυρώσουν αποφάσεις σχετικές με δημεύσεις. Πρόσεχαν τους θησαυρούς του ναού στην Ακρόπολη, αλλά δεν είχαν δικαίωμα να εκμισθώσουν τα ιερά εδάφη παρά μόνο με τους όρους, τους οποίους προσδιόριζε ο αθηναϊκός λαός. Τα εισοδήματα των ιερών κτισμάτων, σε καιρό πολέμου τα διέθεταν υπέρ του στρατού και σε καιρό ειρήνης τα χρησιμοποιούσαν για κοινωνικές ανάγκες. 3) Οι τ. των άλλων θέσεων, που κληρώνονταν ανά 10 και στους οποίους ανέθεταν τη διαχείριση των περιουσιών όλων των άλλων λαών. 4) Οι τ. των στρατιωτικών, τους οποίους χειροτονούσαν στη διάρκεια των Παναθηναίων. Οι τ. αυτοί εισέπρατταν και διαχειρίζονταν σε καιρό πολέμου, τα περισσεύματα των δημόσιων και ιερών χρημάτων. 5) Οι τ. των θεωρικών, οι οποίοι επίσης χειροτονούνταν κατά τη διάρκεια των Παναθηναίων. Εισέπρατταν τα έσοδα από τα θεάματα και τα δαπανούσαν σε θυσίες, σε δείπνα και στην παροχή του θεατρικού διώβολου. 6) Οι επιμελητές των κρηνών. 7) Οι τ. των αδυνάτων, οι οποίοι έδιναν, με απόφαση της βουλής, καθημερινό βοήθημα στους άνεργους και στους ανάπηρους. 8) Οι ελληνοταμίες της Δήλου, στους οποίους είχε ανατεθεί η είσπραξη των συμμαχικών χρημάτων. 9) Οι τ. της Παράλου, οι οποίοι εκλέγονταν από τον δήμο, στον οποίο ανήκε η ιερή τριήρης. 10) Οι τ. των γενών, των φυλών, των συσσίτων, οι οποίοι εκλέγονταν μεταξύ των μελών κάθε σωματείου. 11) Διάφοροι άλλοι τ. ειδικοί, τακτικοί ή έκτακτοι των διαφόρων ναών, των τειχοποιών, των τριηροποιών, των μεταλλείων κλπ. Η οργάνωση των υπηρεσιών των τ. υπήρξε άριστη. Aνά πάσα στιγμή ήταν δυνατό να φανερωθεί κάθε κατάχρηση. Η κλοπή και η υπεξαίρεση των κοινών χρημάτων είχε ως συνέπεια βαρύτατες ποινές. Η κλοπή δε των ιερών χρημάτων χαρακτηριζόταν ως ιεροσυλία για την οποία υπήρχε ειδική κατηγορία (γραφή κλοπής ιερών).
* * *
ο, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ταμίης Α
νεοελλ.
1. (οικον.) πρόσωπο, έμμισθο ή άμισθο, που έχει τη διαχείρηση χρημάτων μιας οικονομικής μονάδας, η οποία μπορεί να είναι επιχείρηση, σωματείο, νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου
2. (νομ.) δημόσιος υπάλληλος που διενεργεί εισπράξεις και πληρωμές σύμφωνα με τις διατάξεις τού δημόσιου λογιστικού
3. ζωολ. γένος σκιουρόμορφων τρωκτικών που ανήκει στην οικογένεια σκιουρίδες
μσν.-αρχ.
άρχων ο οποίος αναλάμβανε την οικονομική διαχείριση μιας ομάδας, πολιτικής ή κοινωνικής, λ.χ. πόλης, ιερού, φυλής, δήμου, και προστάτευε το δημόσιο χρήμα (α. «ταμίαι ἱερῶν χρημάτων τῆς Ἀθηναίας», Αριστοτ.
β. «πλούτου σε ταμίαν, οὐ δεσπότην χρημάτων εἶναί φημι», Θεοφύλ. Βουλγ.)
αρχ.
1. οικονόμος, διαχειριστής σπιτιού
2. μτφ. α) (για τον Δία) i) αυτός που παρέχει κάτι, δωρητής («ταμίας ἡμῑν Ζεὺς ἀγαθῶν τε κακῶν τε τέτυκται», Πλάτ.)
ii) επόπτης, ελεγκτής («Ζῆνα ὃς ὅρκων θνητοῑς ταμίας νενόμισται», Ευρ.)
β) (για βασιλιά ή, γενικά, για αξιωματούχο) άρχων, κυβερνήτης («ταμίαι Σπάρτας» — οι Διόσκουροι, Πίνδ.)
γ) (γενικά) κυρίαρχος, δυνάστης («ἅμα τῆς τε ἐπιθυμίας καὶ τῆς τύχης... ταμίας γενέσθαι», Θουκ.)
3. φρ. «ταμίαι Μοισᾱν» — οι ποιητές (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. «αυτός που τέμνει και διανέμει σε καθέναν το μερίδιό του» τού αρσ. ταμίας, καθώς και τού θηλ. ταμία, επιτρέπει την αναγωγή τους στο θ. ταμ- τού αορ. β' -ταμ-ον τού ρ. τέμνω*. Προβλήματα γεννά, ωστόσο, η εξακρίβωση τού τρόπου παραγωγής τών δύο τύπων και τής μεταξύ τους σχέσης. Κατά την πιθανότερη άποψη, αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ένας αμάρτυρος τ. επιθ. *τάμ-ιος (πρβλ. ἅγ-ιος), από όπου προήλθε πρώτα το θηλ. ταμία (ως ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ.), το οποίο έδωσε στη συνέχεια το αρσ. ταμίας), κατά τα αρσ. σε -ίας, πρβλ. νεαν-ίας). Η άποψη ότι αρχικός τ. είναι το θηλ. ταμία (< θ. ταμ- + κατάλ. -ία) δεν θεωρείται πιθανή, λόγω τού ότι η κατάλ. -ία απαντά συνήθως σε αφηρημένα ουσ. (πρβλ. μανία, πεν-ία). Έχει διατυπωθεί, όμως, η υπόθεση ότι η λ. ταμία ήταν αρχικά αφηρημένο ουσ. με σημ. «κομμάτιασμα, διανομή» από το οποίο προήλθαν το όν. του δράστη ενεργείας ταμίας και στη συνέχεια το θηλ. ταμία (πρβλ. ἀγγελίη < ἀγγελίης). Κατ' άλλη, τέλος, άποψη το θηλ. ταμία έχει αντικαταστήσει έναν παλαιότερο τ. *τάμια (< *ταμ-ja, πρβλ. πότνια). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο tamijeu = Ταμιεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταμίας — ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc acc pl ταμίᾱς , τάμιας one who carves and distributes masc nom sg (attic epic doric aeolic) ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem acc pl ταμίᾱς , ταμία housekeeper fem gen sg (attic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίας — ο 1. ο διευθυντής ταμείου, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων. 2. ο οικονομικός διαχειριστής: Ο ταμίας του σωματείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμίαι — τάμιας one who carves and distributes masc nom/voc pl ταμίᾱͅ , τάμιας one who carves and distributes masc dat sg (attic doric aeolic) ταμία housekeeper fem nom/voc pl ταμίᾱͅ , ταμία housekeeper fem dat sg (attic doric aeolic) ταμίας masc nom/voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιῶν — τάμιας one who carves and distributes masc gen pl ταμία housekeeper fem gen pl ταμίας masc gen pl ταμιόω confiscat pres part act masc voc sg (doric aeolic) ταμιόω confiscat pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ταμιόω confiscat pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίαις — τάμιας one who carves and distributes masc dat pl ταμία housekeeper fem dat pl ταμίας masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίαισι — τάμιας one who carves and distributes masc dat pl (epic ionic aeolic) ταμία housekeeper fem dat pl (epic ionic aeolic) ταμίας masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίη — τάμιας one who carves and distributes masc voc sg (epic ionic) ταμία housekeeper fem nom/voc sg (epic ionic) ταμίας masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίην — τάμιας one who carves and distributes masc acc sg (epic ionic) ταμία housekeeper fem acc sg (epic ionic) ταμίας masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίης — τάμιας one who carves and distributes masc nom sg (epic ionic) ταμία housekeeper fem gen sg (epic ionic) ταμίας masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίου — τάμιας one who carves and distributes masc gen sg ταμίας masc gen sg ταμιόω confiscat pres imperat act 2nd sg ταμιόω confiscat imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”